- κρατούντες
- οι находящиеся у власти, сильные мира сего
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κρατοῦντες — κρατέω to be strong pres part act masc nom/voc pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Codex Boreelianus — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 09 Beginning o … Wikipedia
Борилианский кодекс — Библейские рукописи: Папирусы • Унциалы • Минускулы • Лекционарии Унциал 09 … Википедия
κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… … Dictionary of Greek
LOTIO Manuum — apud Hebraeos, anxie ac superstitiose iam inde ab antiquis temporibus, uti diximus, observata est. Hinc Pharisaei et quidam ex Scribis, quum vidislent quosdam ex discipulis Iesu, Marci c. 7. v. 2. pollutis manibus, i. e. illotis edere panem,… … Hofmann J. Lexicon universale
μέδω — (Α) 1. άρχω, βασιλεύω, κυβερνώ («Ἀργείων, Φαιήκων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες», Ομ. Ιλ.) 2. προστατεύω 3. (το μέσ.) μέδομαι α) προνοώ, φροντίζω για κάποιον ή κάτι β) (με γεν.) έχω κάτι στον νου μου, θυμάμαι («πολέμοιο μεδέσθω», Ομ. Ιλ. γ) μηχανώμαι… … Dictionary of Greek
οριστής — ὁριστής, ὁ (ΑΜ) [ορίζω] μσν. ηγεμόνας, διοικητής αρχ. 1. αυτός που καθορίζει τα όρια, τα σύνορα 2. (ιδίως στον πληθ.) οἱ ὁρισταί υπάλληλοι εντεταλμένοι από την πολιτεία για τον καθορισμό τών συνόρων στα δημόσια ή ιδιωτικά κτήματα 3. αυτός που… … Dictionary of Greek
ποιητής — ο, θηλ. ποιήτρια, ΝΜΑ, και θηλ. ποιητρίς, ίδος, Α [ποιώ] 1. ο δημιουργός ποιημάτων, αυτός που εκφράζει τα βιώματά του σε έμμετρο λόγο, με φροντισμένη γλωσσική έκφραση 2. ο δημιουργός τού κόσμου, ο θεός, ο πλάστης (α. «Πιστεύω εις ένα Θεόν...… … Dictionary of Greek
τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… … Dictionary of Greek
Αλεξίου, Φίλος — (1788 – 1882) Λεπτοξυλουργός από τη Λαμία. Οι Τούρκοι τον υποχρέωσαν (1821) να φτιάξει τη σούβλα με την οποία σούβλισαν τον Αθανάσιο Διάκο. Σε άρθρο της τοπικής εφημερίδας της Λαμίας Φωνή του Λαού, στις 10 Απριλίου 1882, αναφέρεται… … Dictionary of Greek
κρατάω — / κρατώ, κράτησα βλ. πίν. 58 Σημειώσεις: κρατάω : η κλίση κατά το θεωρώ (βλ. πίν. 73 ) – κρατώ, είς, εί κτλ. – δε συνηθίζεται στην κοινή νεοελληνική. Η λόγια μτχ. κρατούντες χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό (→ αυτοί που κυβερνούν) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής